ΛογοτεχνίαΣύμμεικτα


Henrik Ibsen (1828-1906): Η ζωή και το έργο του

Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος - Λαρούς - Μπριτάννικα

Ο Νορβηγός ποιητής και θεατρικός συγγραφέας, δημιουργός του μοντέρνου ρεαλιστικού θεάτρου Χένρικ (Γιόχαν) Ίψεν [Henrik (Johan) Ibsen], γεννήθηκε στο Σην της Νορβηγίας, το 1828, και πέθανε, το 1906, στη Χριστιανία (σημερινό Όσλο).

Τα κυριότερα έργα του είναι τα: Πέερ Γκυντ (1867), Το Σπίτι της Κούκλας (1879), Οι βρικόλακες (1881) καιΈντα Γκάμπλερ (1890).

Νεανικά χρόνιαΟ Ίψεν ήταν το δεύτερο παιδί ενός εύπορου επιχειρηματία. Σε ένα ημιτελές αυτοβιογραφικό κείμενο, γραμμένο το 1881, ο Ίψεν περιγράφει αυτά που έβλεπε από το παράθυρο του όταν ήταν μικρός: «μόνο κτήρια, τίποτα πράσινο. Θυμόταν ιδιαίτερα την εκκλησία, τη φυλακή και το τρελοκομείο, καθώς και ότι τα πολυάριθμα πριονιστήρια γέμιζαν όλη μέρα τον αέρα με έναν θόρυβο που θύμιζε κλάματα, βογγητά και ουρλιαχτά γυναικών. Όταν, στα μέσα της δεκαετίας του 1830, ο πατέρας του καταστράφηκε οικονομικά, η οικογένεια Ίψεν μετοίκησε στο Βένστεπ, όπου έμεινε τα επόμενα οκτώ χρόνια. Η απομάκρυνση από το οικείο του περιβάλλον και το αίσθημα μείωσης που συνόδευε το γεγονός αυτό οδήγησαν τον ήδη εσωστρεφή νεαρό Ίψεν στην αναζήτηση διεξόδων μέσα στην ονειροπόληση, στο διάβασμα και στο κουκλοθέατρό του. Εντυπώσεις και αναμνήσεις από τα πρώτα αυτά χρόνια της ζωής του βρίσκονται σε πολλά από τα μεταγενέστερα έργα του: το Σην του έδωσε την κωμόπολη - πλαίσιο, όπου διαδραματίζεται οΣύνδεσμος της Νεότητας η σοφίτα στο Βένστεπ ανακλάται στη σοφίτα του Εκντάλ στην Αγριόπαπια(δημοσιεύθηκε το 1884), τα μέλη της οικογένειας του χρησίμευσαν, πολλές φορές, ως πρότυπα για τη σκιαγράφηση των χαρακτήρων του.

Ο σταδιακός αποχωρισμός και η αποξένωση από ό,τι σήμαινε το «σπίτι» γι ' αυτόν -το σπίτι των παιδικών του χρόνων, η πόλη του, η πατρίδα του- είναι ένα συνηθισμένο σχήμα στη ζωή του Ίψεν. Στα 15 του χρόνια, εγκατέλειψε το Σην με τα ίδια συναισθήματα απελευθέρωσης, το ίδιο αίσθημα φυγής που τον γέμισαν 20 χρόνια αργότερα, όταν έφυγε από τη Νορβηγία, για να ζήσει στο εξωτερικό, και ακόμα και στη γεροντική ηλικία -όταν πλησίαζε τα 70 και είχε μόλις επιστρέψει στη Νορβηγία- έγραφε σ ' έναν φίλο του: «Εδώ πάνω, κοντά στα φιόρδ, είναι η γενέτειρα μου ... που βρίσκεται όμως η πατρίδα μου;». Το 1844, πήγε στο Γκρίμστατ -το μετέπειτα σκηνικό του έργου του Τα στηρίγματα της κοινωνίας - όπου εργάστηκε μαθητευόμενος σε φαρμακείο. Προτού γίνει ακόμη 18 χρονών, μια υπηρέτρια στο σπίτι που έμενε απέκτησε ένα νόθο παιδί απ' αυτόν. Επί 14 χρόνια, συντηρούσε τον γιο του, το γεγονός όμως έμεινε μυστικό ως μια σκοτεινή πλευρά της ζωής του. Κατά τον ελεύθερο χρόνο του, μελετούσε για τις εισαγωγικές του εξετάσεις και ταυτόχρονα έγραφε. Τα πρώτο του δράμα, ο Κατιλίνας, είναι εμπνευσμένο εν μέρει από την επανάσταση, που κυριαρχούσε στην Ευρώπη το 1848, και εν μέρει από τα λατινικά κείμενα που μελετούσε για τις εξετάσεις. Δεν δημιούργησε μεγάλο θόρυβο όταν δημοσιεύθηκε, αλλά, όπως εξήγησε ο ίδιος ο Ίψεν στον πρόλογο της δεύτερης έκδοσης του 1875, το έργο αναφερόταν σε ένα θέμα στο οποίο θα επανερχόταν συχνά: "το χάσμα ανάμεσα στην ικανότητα και την επιδίωξη, τη θέληση και τη δυνατότητα, που είναι ταυτόχρονα η τραγωδία και η κωμωδία της ανθρωπότητας και τού ατόμου».

Το 1850, εγκαταστάθηκε στη Χριστιανία, την πρωτεύουσα, αφού πέρασε, καθ ' οδόν, από το Σην για να αποχαιρετήσει οριστικά την οικογένεια του. Στη Χριστιανία πέρασε 18 μάλλον στερημένους μήνες. Παρακολούθησε φροντιστήριο, αλλά δεν είχε απόλυτη επιτυχία στις εξετάσεις του, τον Αύγουστο (απέτυχε στην αριθμητική, στα Ελληνικά και τα προφορικά Λατινικά) και έτσι δεν ολοκληρώθηκε ποτέ η εγγραφή του. Συμμετείχε όμως, με διάφορους τρόπους, στη φοιτητική ζωή. Συνεργάστηκε ενεργά και βοήθησε στην έκδοση ενός περιοδικού με τον τίτλο Andhimner. Στις 26 Σεπτεμβρίου 1850, έγινε η πρώτη παράσταση έργου τοy Ίψεν Τάφος του πολεμιστήενός ιστορικού έργου σε πατριωτικό ύφος, το οποίο όμως δεν είχε επιτυχία και έτσι, ως το τέλος εκείνου του έτους, ο συγγραφέας αρκέστηκε σ ' ένα ταπεινό εισόδημα που του εξασφάλιζε η δημοσιογραφία.

Διασυνδέσεις με το Νορβηγικό θέατροΤο 1851, του προσφέρθηκε μια θέση, αρχικά «δραματικού συγγραφέα», στο Νορβηγικό Θέατρο του Μπέργκεν, που μόλις είχε ιδρυθεί. Με την ιδιότητα αυτή, αναλάμβανε την υποχρέωση να γράφει ένα καινούργιο έργο το έτος για να παίζεται στις 2 Ιανουαρίου, επέτειο της ίδρυσης του θεάτρου. Σχεδόν αμέσως, όμως, άρχισε να συμμετέχει στη σκηνοθεσία. Ήταν από ιδιοσυγκρασία πολύ συγκρατημένος για να γίνει καλός σκηνοθέτης. Ένας σύγχρονος του τον περιγράφει ως ήσυχο, σιωπηλό, συνσταλμένο νεαρό, ο οποίος δεν προδιέθετε τους άλλους ιδιαίτερα ευνοϊκά και ήταν έκδηλη η αμηχανία του κάθε φορά που έπρεπε να επιπλήξει ή έστω να διορθώσει τους ηθοποιούς:

«Ένας άνθρωπος που αισθανόταν δυσκολία ή απροθυμία να δημιουργήσει στενές, φιλικές, σχέσεις ή σχέσεις εμπιστοσύνης με τους άλλους, ο οποίος προτιμούσε να περπατάει μόνος του. Καθώς πηγαινοερχόταν αθόρυβα στα παρασκήνια μ' ένα περίεργο, παλιό, άκομψο πανωφόρι, προκαλούσε τον σεβασμό, αλλά πολύ λίγο αίσθημα συντροφικότητας».

Παρ' όλα αυτά, η εμπειρία των πρώτων εκείνων χρόνων -στην οποία περιλαμβάνεται και η περιοδεία για λόγους επιμόρφωσης στα θέατρα της Δανίας και της Γερμανίας που έκανε το 1852 - πλούτισε εξαιρετικά το μετέπειτα έργο του. Κατά το διάστημα αυτό συμμετείχε, κατά τον έναν ή τον άλλο τρόπο, στην παραγωγή όχι λιγότερων από 145 διαφορετικών έργων. Ανάμεσα στο 1851 και το 1857, πέντε δικά του έργα ανεβάστηκαν στο Μπέργκεν. Μερικά σημείωσαν παταγώδη αποτυχία και κανένα δεν σημείωσε αξιόλογη επιτυχία. Το 1856, αρραβωνιάστηκε τη Σουζάννα Θόρεσεν, αλλά δεν είχαν τη δυνατότητα να παντρευτούν προτού περάσουν άλλα δύο χρόνια. Ο γιος τους Σίγκουρντ, το μοναδικό παιδί τους, γεννήθηκε στις 23 Δεκεμβρίου 1859.

Τον Σεπτέμβριο του 1857, ο Ίψεν επέστρεψε στη Χριστιανία και έγινε καλλιτεχνικός διευθυντής του εκεί Νορβηγικού Θεάτρου. Το θέατρο αυτό, που δεν βρισκόταν ποτέ σε καλή οικονομική κατάσταση, ήταν αναγκασμένο να περιλαμβάνει στο ρεπερτόριό του πολλές φάρσες και έργα βωντεβίλ, τα οποία δεν προσέφεραν πολλές προοπτικές σε έναν φιλόδοξο καλλιτέχνη. Όταν, το 1862, το θέατρο τελικά καταστράφηκε οικονομικά, ο Ίψεν βρήκε προσωρινά μια θέση, με απίστευτα χαμηλό μισθό, ως λογοτεχνικός σύμβουλος στο θέατρο της Χριστιανίας. Στις απογοητεύσεις αυτές ήλθαν να προστεθούν πολλές άλλες δυσκολίες -συνεχώς αυξανόμενα χρέη, κρίσεις μελαγχολίας, αδιαφορία, και εχθρότητα ακόμη, του κοινού- που τον έφεραν σχεδόν στο χείλος της απόγνωσης. Αναμφισβήτητα, τα τρία έργα που έγραψε στη Χριστιανία, μεταξύ 1857 και 1864 - Τα παληκάρια του Χέλγκελοντ, Η κωμωδία του έρωτα και Οι μνηστήρες του θρόνου - βρίσκονταν σε πολύ υψηλότερο επίπεδο από όσα είχε γράψει ως εκείνη τη στιγμή· όταν όμως, το 1863, του δόθηκε μια μικρή κρατική υποτροφία, πλήρωσε όσα χρέη μπορούσε και έφυγε για την Ιταλία. Τα 27 χρόνια που ακολούθησαν τα έζησε στο εξωτερικό, κυρίως στη Ρώμη, τη Δρέσδη και στο Μόναχο, και μόνο δύο φορές στο διάστημα αυτό γύρισε στη Νορβηγία, το 1874 και το 1885, για σύντομη επίσκεψη.

Ώριμη δραματουργίαΣτα αμέσως επόμενα χρόνια, σημειώθηκε μια βαθιά τομή στη σταδιοδρομία του. ΟΜπραντ (ανεβάστηκε για πρώτη φορά το 1885), στο οποίο είχε αρχικά δώσει μορφή αφηγηματικού ποιήματος και αργότερα το ξανάγραψε ως έμμετρο δράμα, ολοκληρώθηκε κοντά στη Ρώμη, το καλοκαίρι του 1865, και δημοσιεύθηκε στην Κοπεγχάγη, το επόμενο έτος. Η καλλιτεχνική και εμπορική επιτυχία του έργου στη Σκανδιναβία υπήρξε εντυπωσιακή. Από τη στιγμή εκείνη, ο Ίψεν άρχισε να καταπλήσσει τους φίλους του στη Ρώμη με την κομψότητα τών ρούχων του, το κόψιμο της γενειάδας του και τους νέους μεγαλόπρεπους τρόπους του, ακόμη και με τον καινούργιο του σταθερό γραφικό χαρακτήρα . Τον Μπραντ ακολούθησε, το 1867, ο Πέερ Γκυντ (παίχθηκε για πρώτη φορά το 1876). Και τα δύο αυτά έργα είναι, κατά κάποιον τρόπο, έργα πολεμικής κατά του περιορισμένου ορίζοντα -όπως πίστευε ο Ίψεν- της νορβηγικής ζωής και του εφησυχασμού του νορβηγικού χαρακτήρα.

Αφού έμεινε τέσσερα σχεδόν χρόνια στη Ρώμη, το 1868 εγκαταστάθηκε στη Δρέσδη, όπου έμεινε ως το 1875. Μετά τη δημοσίευση, το 1871, των Ποιημάτων του, ο Ίψεν προχώρησε στην ολοκλήρωση του τεράστιου «διπλού» του δράματος σε 10 πράξεις, Ο Αυτοκράτορας και ο Άνθρωπος από τη Γαλιλαία, που δημοσιεύθηκε το 1873 και ανεβάστηκε για πρώτη φορά το 1896. Το έργο είναι βασισμένο στη ζωή και τη δράση του Ιουλιανού του Παραβάτη. Μέσα από τη σύγκρουση ειδωλολατρείας και χριστιανισμού, προβάλλει την έννοια μιας "τρίτης σφαίρας", όπου ο άνθρωπος μπορεί να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα στο πάθος και το πνεύμα. Παρά το γεγονός ότι το έργο αυτό θεωρήθηκε γενικά ένα από τα πιο αδύνατα που έγραψε ο Ίψεν, ο ίδιος πίστευε ότι είναι το μεγαλύτερο επίτευγμά του.

Το 1875, εγκαταστάθηκε στο Μόναχο, αλλά, προς το τέλος του φθινοπώρου του 1878 γύρισε πάλι στη Ρώμη, όπου -εκτός από μια σύντομη παραμονή στο Μόναχο, το 1879-1880 - έμεινε οριστικά ως το 1885. Κατά την περίοδο 1885-1891, έμεινε και πάλι στο Μόναχο. Με τα Στηριγματα τής κοινωνίαςτα οποία εμφανίστηκαν το 1877, τελειώνει η ποιητική του περίοδος και αρχίζει ο κύκλος της λεγόμενης κοινωνικής σάτιρας, για την οποία είναι γενικότερα γνωστός ο Ίψεν. Το έργο εδραίωσε τη φήμη του στη Γερμανία. Δύο μήνες μετά από την πρώτη του έκδοση, τον Φεβρουάριο 1878, παιζόταν σε πέντε διαφορετικά θέατρα μόνο στο Βερολίνο, σε τρεις διαφορετικές μεταφράσεις. Ακολούθησε Το σπίτι της κούκλας, το 1879, το οποίο προκάλεσε τεράστιο σκάνδαλο. Στο έργο αυτό, ο Ίψεν μιλάει αποκαλυπτικά για την απώλεια της ελευθερίας και της ελεύθερης έκφρασης του ατόμου, εξαιτίας της αποδοχής των κοινωνικών συμβατικοτήτων.

Όταν ανέβηκε στο Λονδίνο , το 1889, Το σπίτι της κούκλας πυροδότησε τις σφοδρές διαμάχες γύρω από τον «ιψενισμό» , που χαρακτήριζαν το κλίμα πολεμικής στη λογοτεχνία, κατά τη δεκαετία του 1890.

Οι Βρικόλακες (δημοσιεύθηκαν το 1881) -κατά τα λεγόμενα του ίδιου του Ίψεν, ένα έργο πιο ακραίο» από τα δύο προηγούμενα, τα οποία όμως αποτέλεσαν ένα είδος εισαγωγής ή προετοιμασίας γι' αυτό- κατέληξαν να συνδεθούν με τη γέννηση του «ανεξάρτητου» θεάτρου στην Ευρώπη: της Ελεύθερης Σκηνής (Freie Bühne) στο Βερολίνο (1889), του Ελεύθερου Θεάτρου (Théâtre-Libre) του Παρισιού (1887) και του Ανεξάρτητου Θεάτρου (Independent Theatre) του Λονδίνου (1891), καθένα από τα οποία είχαν διαλέξει τους Βρικόλακες ως εναρκτήριο έργο. Στο έργο αυτό, το πρόβλημα του συγγενούς αφροδίσιου νοσήματος γίνεται σύμβολο των ηθικών ασθενειών, οι οποίες κληροδοτούνται από το παρελθόν και σκοτώνουν τους ζωντανούς. Οι αρνητικές αντιδράσεις που προκάλεσαν οι Βρικόλακες στο κοινό και στους κριτικούς της Νορβηγίας (ήπιες σε σχέση με τα δηλητηριώδη σχόλια του μεγαλύτερου μέρους του λονδρέζικου Τύπου του 1891) μπορεί να θεωρηθούν ως η έμπνευση για τα τρία επόμενα έργα του Ίψεν: Ένας εχθρός του λαού (1882), Η αγριόπαπια (1884) καιΡόσμερσχολμ (1886).

Όλα αυτά τα έργα έχουν ως θέμα τα διαφορετικά πεπρωμένα εκείνων που τολμούν, δεν μπορούν να αποφύγουν ή φοβούνται να πουν την αλήθεια.

Τελευταία χρόνιαΠριν από την επιστροφή του στη Νορβηγία, το 1891, ο Ίψεν συνήθιζε να περνάει τους καλοκαιρινούς μήνες μακριά από το σπίτι του, συνήθως στο αγαπημένο του Gossensass (Colle Isarco) στο Τιρόλο. Εκεί, το 1889, έκανε τη γνωριμία τόσο της νεαρής Χελένε Ραφ από το Μόναχο -που έγινε τακτικός θαμώνας στο σπίτι της οικογένειας Ίψεν, κάτι που ερέθιζε τη ζήλεια της γυναίκας του συγγραφέα- όσο και της Εμίλι Μπάρνταχ, μιας 18χρονης κοπέλας από τη Βιέννη, για την οποία ο Ίψεν έλεγε αργότερα ότι ήταν «ο μαγιάτικος ήλιος στον Σεπτέμβρη της ζωής μου». Είναι δύσκολο να προσδιορίσει κανείς ποια ακριβώς σημασία είχαν για τον Ίψεν αυτές οι σχέσεις με νεαρές αφοσιωμένες γυναίκες. Άφησαν όμως τα ίχνη τους και στην Έντα Γκάμπλερ, ένα από τα σημαντικότερα θεατρικά του έργα, και στον Αρχιμάστορα ΣόλνεςΤο 1891, ο Ίψεν, παγκόσμια διάσημος πλέον, γύρισε στη Νορβηγία και εγκαταστάθηκε στη Χριστιανία.

Η μετάθεση του κέντρου βάρους στα τελευταία έργα του Ίψεν από την Κυρά της θάλασσας (1888) και έπειτα είναι σαφής. Με τηνΈντα Γκάμπλερ (1890), τον Αρχιμάστορα Σόλνες (1892), τονΜικρό Έϋολφ (1894) και τον Γιον Γκάμπριελ Μπόρκμαν (1896) παρατηρείται στροφή από έναν σαφώς κοινωνικό, μοραλιστικό ή επικεντρωμένο σε προβλήματα τρόπο δραματικής γραφής σε έναν τρόπο με περισσότερα ψυχολογικά στοιχεία και με περισσότερους οραματισμούς και συμβολισμούς. Τέλος, το Όταν ξυπνήσουμε εμείς οι νεκροί«ένας δραματικός επίλογος», όπως έλεγε ο υπότιτλος του Ίψεν, ενσαρκώνει στο πρόσωπο του Ρούμπεκ μια τελεσίδικη και ανηλεή αυτοανάλυση, με την οποία κλείνει τον κύκλο της δημιουργικής του ζωής. Μια συμφόρηση, το 1900, και άλλη μια έναν χρόνο αργότερα, τον άφησαν σχεδόν παράλυτο. Πέθανε στην Κριστιάνα (πρώην Χριστιανία), το 1906.

Ό Ίψεν υπήρξε λεπτολόγος και συστηματικός δημιουργός. Η πρακτική την οποία ακολουθούσε στην ώριμη περίοδο της ζωής του ήταν να αφιερώνει δύο χρόνια σε κάθε έργο, το οποίο επεξεργαζόταν με βάση προκαταρκτικές σημειώσεις, παραλλαγές και σχεδιάσματα, τα οποία συνεχώς τελειοποιούσε ως την τελική τους μορφή. Αυτά τα σχεδιάσματα, πολλά από τα οποία διασώθηκαν, προσφέρουν όχι μόνο μια συναρπαστική περιγραφή και ανάλυση της γένεσης των θεατρικών του έργων, αλλά και αποτελούν μοναδικά τεκμήρια για τη φύση της δραματικής δημιουργίας.

ΑξιολόγησηΠαρά το γεγονός ότι ο Ίψεν τιμήθηκε (αλλά και από ορισμένους κύκλους αμαυρώθηκε), κατά τη διάρκεια της ζωής του, ως πηγή εκείνου που ο Μπέρναρντ Σω ονόμασε «ιψενισμό» (δηλαδή, μια κριτική της ηθικής της εποχής του με μορφή θεατρικού έργου), αναγνωρίστηκε κυρίως ως ο δημιουργός του σύγχρονου δραματικού θεάτρου πρόζας. Η μεταγενέστερη κριτική εκτιμάει άλλες ιδιότητες στο έργο του: την αξεπέραστη δεξιοτεχνία της τεχνικής του, τη διεισδυτική ψυχολογική του ανάλυση, τον συμβολισμό του και την ποίηση του θεατρικού του λόγου. Τα θεατρικά έργα που έγραψε στα ώριμα χρόνια της ζωής του -έργα με τα οποία διερεύνησε τι σημαίνει πραγματικότητα και τι ψευδαίσθηση, τι είναι πραγματικά αληθινό και τι επίπλαστο μέσα στο άτομο και στην κοινωνία- συνέβαλαν σημαντικά στην εξέλιξη και στον εμπλουτισμό του δραματικού θεάτρου πρόζας γενικότερα.

Κυριότερα έργα

θεατρικά έργα

Ποίηση

Άλλα έργα