Χαμένοι στην πασαρέλα

Αρκουμανέα Λουίζα, εφ. Το Βήμα, 2/2/2014

«Τίμων ο Αθηναίος» του Γουίλιαμ Σαίξπηρ στο Σύγχρονο Θέατρο,σε σκηνοθεσία Αλέξανδρου Κοέν

Συνωστισμός στην έπαυλη του άρχοντα Τίμωνος.

Οι καλύτεροι και οι χειρότεροι, οι πιο καλλιεργημένοι και οι πιο άξεστοι, οι πιο διακεκριμένοι και οι πιο ασήμαντοι, όλοι οι πολίτες της Αθήνας σπεύδουν να παραβρεθούν για μία ακόμη φορά στο λαμπερό, άψογα οργανωμένο δείπνο που παραθέτει. Κανείς δεν αντιστέκεται στον πειρασμό να κολακέψει τον οικοδεσπότη της μαγικής βραδιάς. «Ελάτε, θέλετε να εισέλθουμε / και να γευτούμε τη γενναιοδωρία του Λόρδου Τίμωνα; Ξεπερνάει / την ίδια την καρδιά της καλοσύνης» λέει ένας από τους καλεσμένους του. Είναι πράγματι σπάνιος ο τρόπος με τον οποίο ο Τίμων αποδέχεται κάθε δώρο που του προσφέρεται: το ανταποδίδει με άλλο, επταπλάσιας αξίας.

Περίπτωση δυσεύρετη ανάμεσα στους ανθρώπους, σχεδόν εξωπραγματική: μοναδική στη γενναιοδωρία αλλά και στην αφέλειά της. «Ω, θεοί, με θλίβει να βλέπω τόσους να βουτάνε το κρέας τους στο αίμα ενός ανθρώπου· και το πιο απίστευτο απ’ όλα, τους ενθαρρύνει κιόλας» λέει ο επαγγελματίας μηδενιστής φιλόσοφος Απήμαντος, ο μόνος που αρνείται να κολακέψει τον Τίμωνα. Πράγματι, τα αποθέματα πλούτου δεν είναι ανεξάντλητα: το αίμα, όπως και ο χρυσός, κάποτε αποσώνεται. Οταν ο Τίμων στρέφεται απελπισμένος από τα χρέη στους φίλους του, σε όλους αυτούς τους πολλαπλά ευεργετημένους από το χέρι του, βρίσκει την πόρτα τους κλειστή. Δεν έχουμε τώρα, δεν ευκαιρούμε, κακή στιγμή, ελάτε τον άλλον μήνα είναι οι απαντήσεις που του διαμηνύουν.

«Σιχαμένα παράσιτα / χαμογελαστοί καταστροφείς, ευγενικοί λύκοι, μειλίχιες αρκούδες» ξεμπροστιάζει ο Τίμων τους κάλπικους καλεσμένους του στο ύστατο δείπνο-παρωδία που παραθέτει λίγο προτού αποχαιρετήσει διά παντός τον πολιτισμό και το ανθρώπινο γένος. Οταν το ιδεώδες του για μια κοινωνία αλληλεγγύης και αλληλοσυμπαράστασης καταρρέει, όταν αντικρίζει ξεγυμνωμένο το φρικώδες πρόσωπο της απληστίας, ο ήρωας καταρρέει κι αυτός. Απύθμενη οργή πλημμυρίζει την άλλοτε καλοπροαίρετη ψυχή του.

Ο φιλάνθρωπος μεταλλάσσεται σε μισάνθρωπο: με την ίδια ένταση, με το ίδιο πάθος που αγαπούσε τους ομοίους του, τώρα τους μισεί χωρίς φραγμό, χωρίς ενδοιασμό, χωρίς περιστροφές. Εύχεται οι θεοί να αφανίσουν τους Αθηναίους· ψώρα και εξανθήματα να βγάλουνε στα στήθη τους, πανούκλα να τσακίσει την πόλη τους, σύφιλη να καταστρέψει τους πολιτικούς τους· οι γυναίκες τους να γίνουν πόρνες και τα παιδιά να κακοποιήσουν τους πατεράδες τους.

Χωμένος στη σπηλιά του δίπλα στη θάλασσα, ο Τίμων ο μισάνθρωπος εγκαταλείπει τη ζωή και αποχωρεί οικειοθελώς από έναν κόσμο στερημένο από κάθε ηθική υπόσταση. «Σε αντίθεση με τον βασιλιά Λιρ, ο Τίμων δεν έχει μια αφοσιωμένη κόρη να τον οδηγήσει πίσω στην κοινωνία την οποία απαρνήθηκε. Ο Σαίξπηρ τού στερεί την αγαλλίαση του “κακού” της κωμωδίας αλλά και το υψηλό ανάστημα του ευγενούς ήρωα της τραγωδίας. Το μόνο που του απομένει να κάνει... είναι να σκάψει τον ίδιο του τον τάφο» σημειώνει ο Γουίλιαμ Σλάιτς.

Κείμενο του 1605, ο «Τίμων ο Αθηναίος» έχει προβληματίσει έντονα κριτικούς και μελετητές: αλληγορία; τραγωδία; σάτιρα; Το έργο τους σίγουρα δεν διευκολύνθηκε ποτέ από το γεγονός ότι ο «Τίμων» θεωρείται ημιτελής ως σύλληψη και ως εκτέλεση. Αυτή η σύγχυση ουδόλως θα πρέπει όμως να εκληφθεί ως άλλοθι για την απόλυτη και ισοπεδωτική σύγχυση που επικρατεί στην παράσταση που παρακολουθήσαμε στο Σύγχρονο Θέατρο. Οι μεγαλοπρεπείς δεξιώσεις του άρχοντα Τίμωνα μετατρέπονται εδώ, με συνοπτικές διαδικασίες, σε πάρτι του επιφανειακού κόσμου της μόδας (η μόδα πάντα προσφέρεται): άχαρα μοντέλα και αποπροσανατολισμένοι κλάμπερ ταυτόχρονα, οι ηθοποιοί πηγαινοέρχονται στη σκηνή-πασαρέλα ψελλίζοντας το κείμενο κάθε φορά που ο d.j. τούς κάνει τη χάρη να σταματήσει για λίγο τη μουσική. Ακόμη κι όταν δεν ανταγωνίζονται τις εκκωφαντικές ηχητικές σφυριες, ομως, καθίσταται αδύνατο να καταλάβουμε τι ακριβώς ακούμε: η εκφορά, η επεξεργασία, η κατανόηση του λόγου αλλά και η συνολική ερμηνευτική προσπάθεια διαγράφονται απλούστατα ανύπαρκτες. Είτε φτύνουν είτε ξύνουν είτε προσπερνάνε αμάσητα και περιφρονητικά τα λόγια τους, αποδεικνύεται το ίδιο και το αυτό. Ο σκηνοθέτης, η πλειονότητα του θιάσου και το κείμενο του Σαίξπηρ δεν συναντώνται ποτέ· ούτε καν στέκονται για να χαιρετηθούν από αντικριστές γωνίες του δρόμου. Μοναδική εξαίρεση σε αυτή την ανεκδιήγητη φάρσα η Ελένη Κρίτα: στηρίζει με θέρμη τη Φλαβία της και μας χαρίζει μερικά λεπτά κατανοητού κειμένου μέσα στην οχλαγωγία.