Τι είναι και τι αξίζει ένας φιλόσοφος

Παναγιώτης Τζαμαλίκος, εφ. Ελευθεροτυπία (Βιβλιοθήκη), 13/4/2001

Λόγος επιστημονικής ακρίβειας αλλά και τόνος προσωπικός κι εξομολογητικός

Κ. Ι. ΔΕΣΠΟΤΟΠΟΥΛΟΥ, Φιλοσοφίας Εγκώμιον, «ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ», ΣΕΛ. 150

Ο τίτλος του τελευταίου βιβλίου του γνωστού ακαδημαϊκού δεν θα μπορούσε να είναι πιο εύγλωττα δηλωτικός του περιεχομένου του. Ωριμο έργο μιας ζωής αφιερωμένης στη φιλοσοφία, αποτελεί την προσωπική απάντηση του συγγραφέα αν όλη αυτή η αφοσίωση άξιζε τον κόπο. Ο τίτλος παρέχει, συνοπτικά, μια λογοδοσία ζωής, η οποία αναλύεται λεπτομερώς στις σελίδες αυτού του βιβλίου. Αυτή είναι η ουσιαστική διήκουσα έννοια και raison d' etre αυτού του έργου.

Λόγος επιστημονικής ακρίβειας, όταν πρόκειται να αποδοθούν δυσερμήνευτα χωρία και κρίσιμες τοποθετήσεις του συγγραφέα, αλλά και τόνος προσωπικός και εξομολογητικός, όταν το «φιλοσοφίας εγκώμιον» πρόκειται να στηριχθεί στα προσωπικά του βιώματα.

Το βιβλίο αποτελείται από επτά κεφάλαια στα οποία εξαίρεται όχι μόνο η έννοια του φιλοσόφου, αλλά και η πρακτική της φιλοσοφίας. Από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη μέχρι τον Καρτέσιο και τον Καστοριάδη, ο συγγραφέας διακρίνει ένα κοινό επίτευγμα, στο οποίο έχουν φθάσει όλοι οι φιλόσοφοι, παρά τις διαφορές στο περιεχόμενο και το στόχο της εργασίας τους. Αυτό το κοινό επίτευγμα στηρίζεται ακριβώς στις αμοιβαίες σχέσεις που είχε η φιλοσοφική διάσκεψη, κατά την ιστορική της πορεία, όχι μόνο με τα επιστημονικά επιτεύγματα, αλλά και με τις υπόλοιπες πολιτισμικές δραστηριότητες του κόσμου.

Η φιλοσοφία, παρά τις κατά καιρούς μεταλλαγές του περιεχομένου ή της έννοιάς της, διατηρεί το θεμελιώδες στοιχείο της καθολικότητος, του προσανατολισμού της προς το όλον. Η δραστηριότητα αυτή της συνείδησης πρώτα αποβλέπει στη νόηση των ιδεών, των απόλυτων, ύψιστων και τελικών σκοπών του κόσμου. Και εν συνεχεία προβαίνει στη νόηση και την κρίση του κόσμου. Αυτές οι ιδέες, η ιδέα της αλήθειας, της ωραιότητος, της ηθικής, του δικαίου (κάτι στο οποίο ο Δεσποτόπουλος επιμένει, αφού κατ' εξοχήν διακόνησε τη Φιλοσοφία του Δικαίου), ορίζουν τόσο το πώς ο άνθρωπος νοεί τον κόσμο, όσο και την αποστολή της ζωής του ανθρώπου. Με βάση αυτές τις ιδέες -ως ανώτατα κριτήρια- κρίνεται η ίδια η ζωή. Και η φιλοσοφική σκέψη επιδοκιμάζει ή αποδοκιμάζει τη συμπεριφορά της ζωής ενός ανθρώπου, αναλόγως προς το αν οι ύψιστες και ανώτατες ιδέες, οι ύψιστοι σκοποί, εκπληρούνται ή όχι.

«Τι είναι και τι αξίζει ένας φιλόσοφος;» (σ. 32) -ιδού το μοτίβο, το οποίο με επιμονή ο συγγραφέας φέρει και επαναφέρει προς ανάλυση μέσα σε αυτό το μεστό σύγγραμμα.

Δεν αρκείται όμως σε αυτό. Ερχεται σε ένα κεντρικό για το ίδιο ζήτημα, την Πραξιολογία, αφού σε αυτό και ο ίδιος εστιάζει τον προσωπικό του ισχυρισμό: «είναι ίσως το σπουδαιότερο προσωπικό μου επίτευγμα ως διακόνου της φιλοσοφίας» (σ. 23). Αντιδιαστέλλει ο συγγραφέας το «γνωσιακό λόγο» που ως κορυφαία του αξία έχει την «αλήθεια», από τον «πραξιακό λόγο» που έχει ως κορυφαία του αξία την «ορθότητα» (σ. 22). «Ενώ ο γνωσιακός λόγος έχει αντικείμενα τα καθ' έκαστα γιγνόμενα, και γενικά το είναι και το γίγνεσθαι, ο πραξιακός λόγος έχει τρόπους του βασικούς το δειν και το δύνασθαι και ως αντικείμενα τα καθ' έκαστα δέοντα και τα καθ' έκαστα δυνατά. Δηλαδή, ο γνωσιακός λόγος απαντάει στο ερώτημα «τι είναι και τι γίνεται» ενώ ο πραξιακός λόγος απαντάει στο ερώτημα «τι να πράξω;», και με τους αλληλένδετους δύο τρόπους «τι πρέπει να πράξω;», και «τι δύναμαι να πράξω;».

Ο Δεσποτόπουλος με αξιοσημείωτη διορατικότητα διείδε τη σπουδαιότητα αυτών των αναλύσεων, ως «οργάνου» (όπως ο ίδιος το χαρακτηρίζει) «για τις πρακτικές επιδόσεις του πνεύματος, δηλαδή την τεχνολογία, την ηθική, την πολιτική, την οικονομική» (σ. 23). Και με άκρα ευστοχία επισημαίνει ότι «στην εποχή μας είποτε και άλλοτε προβάλλει έντονα η ανάγκη της πραξιολογικής, αλλά και υπάρχουν προϋποθέσεις πρόσφορες για την μεγάλη ανάπτυξή της».

Μη νομίσει κανείς ότι εδώ έχουμε αποήχους της Κριτικής του Πρακτικού Λόγου του Kant, από ένα γνωστό Πλατωνιστή. Οχι ότι αυτό ο ίδιος θα το θεωρούσε ως μειονέκτημα, άλλωστε σημειώνει (σ. 161): «Σπεύδω να δηλώσω ότι ουδέποτε είχα επιδιώξει την πρωτοτυπία. Κρίνω άλλωστε ανέντιμη την επιδίωξη της πρωτοτυπίας. Οποια υπάρχει πρωτοτυπία στο έργο μου, έχει αναβλύσει από την ανάγκη του θέματος, ανεπιδίωκτα ολωσδιόλου. Και είναι οι καινοτομίες αυτές, πιστεύω, πολύτιμες, καθώς επιφέρουν υπερνίκηση πολλών ψευδοπροβλημάτων, συσσωρευμένων επί αιώνες εις μάτην και προς βλάβην της θεωρίας του δικαίου, ή και προσφέρουν λύσεις σε άλλως άλυτα προβλήματα».

Δεν έχουμε λοιπόν ενώπιόν μας αποήχους καντιανούς -κάτι το οποίο ο συγγραφέας, με την καταφανή πνευματική του εντιμότητα (όπως αυτή εξομολογητικώς αναδύεται παραπάνω) δεν θα είχε καμία δυσκολία να δηλώσει. Αλλά, με τις διατυπώσεις του αυτές ο Δεσποτόπουλος έρχεται να θίξει καίρια προβλήματα με τα οποία παλεύουν όσοι θεραπεύουν τη Φιλοσοφία της Τεχνολογίας και παλεύουν με απτά και πραγματικά προβλήματα του σύγχρονου ιστορικού βίου, τα οποία απαιτούν διακανονισμούς από τη Φιλοσοφία.

Αναφερόμενος, στη φιλοσοφία, ο συγγραφέας επισημαίνει ιδιαιτέρως τη σχέση της με την επιστήμη γενικώς, τις σχέσεις της με ειδικότερους επιστημονικούς κλάδους, επίσης δε και με άλλες πολιτισμικές δραστηριότητες του ανθρώπου και της κοινωνίας. Εν τούτοις, επισημαίνει ταυτόχρονα ότι θα ήταν λάθος να θεωρηθεί ότι η φιλοσοφία αποτελεί υπόθεση ακαδημαϊκής ενασχολήσεως, η οποία εξαντλείται σε θέση, διαπραγμάτευση, και επίλυση ακαδημαϊκών προβλημάτων. Η φιλοσοφία μετουσιώνεται σε ζωή, και τούτο το μαρτυρούν αναρίθμητες στιγμές σε όλη την ιστορία.

Ας μη λησμονούμε άλλωστε -θα προσέθετα- ότι και από τους ιδρυτές της φιλοσοφίας, τους Ελληνες, πολλοί ήταν εκείνοι οι οποίοι είδαν τη φιλοσοφία κατ' αρχήν και κατ' εξοχήν ως πράξη. Ο Πλάτων δεν θεωρούσε τα γραπτά του ως τη σπουδαιότερη πλευρά της δράσεώς του. Απλώς τα θεωρούσε ως ωραία διασκέδαση («παγκάλην παιδιάν») [Φαίδρος, 276Ε]. Αλλωστε είναι σχετικά λίγοι οι Ελληνες φιλόσοφοι, των οποίων έργα έφθασαν έως εμάς ολόκληρα. Τούτο συνέβη μόνο με τα έργα του Πλάτωνος, ενώ του Αριστοτέλη χάθηκαν πολλά, κυρίως από τα νεανικά του. Πολύ μεγαλύτερη αξία ο Πλάτων απέδιδε στην προφορική επικοινωνία με τους μαθητές του. Και πλείστοι φιλόσοφοι δεν έγραψαν καθόλου βιβλία, όπως ο Θαλής, ο Πυθαγόρας, ο Σωκράτης, ο σκεπτικός Πύρρων, οι σχολάρχες της Μέσης και Νέας Ακαδημίας Αρκεσίλαος και Καρνεάδης, ο στωικός Επίκτητος, ο ιδρυτής της νεοπλατωνικής φιλοσοφίας Αμμώνιος Σακκάς, και άλλοι. Αν κάτι από αυτούς σώζεται, τούτο οφείλεται στις σημειώσεις των μαθητών τους. Και τούτο είναι καλό να το θυμόμαστε πάντοτε, διότι, στους νεότερους χρόνους, υπάρχει η τάση να θεωρούμε την αρχαία ελληνική φιλοσοφία όπως τη νεότερη: Δηλαδή, ως κάτι που είχε να κάνει περισσότερο με το γράψιμο, παρά το γεγονός ότι στους Ελληνες την πρώτη θέση κατείχε ο προφορικός λόγος και η προσωπική επικοινωνία μεταξύ δασκάλου και μαθητού.

Το Εγκώμιον της Φιλοσοφίας εκ μέρους του συγγραφέα εκτείνεται στην υποκειμενική και την αντικειμενική ύπαρξη των πραγμάτων. Δεν διστάζει να μιλήσει προσωπικά για το πόσο τον βοήθησε αυτή η θητεία στην προσωπική του ζωή («Εδέησε ως φοιτητής να εργάζομαι για τον βιοπορισμό μου»), αλλά και πόσο η φιλοσοφία άσκησε την ευεργετική της επιρροή στο σύνολο ιστορικό βίο. Δεν είναι ότι προσπαθεί να αποδείξει κάτι. Μάλλον επιθυμεί να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους η φιλοσοφία υμνήθηκε ως η πολυτιμότερη και η υψηλότερη από όλες τις επιστήμες -ο Πλάτων την είπε «θεία» και ο Αριστοτέλης την θεωρούσε ως την «θειτάτην και τιμιωτάτην» από όλες τις επιστήμες.

Ηδη, όλοι οι πραγματικώς μορφωμένοι άνθρωποι θεωρούν τη φιλοσοφική συγκρότηση εξαιρετικώς αναγκαία, ιδιαίτερα δε για τους επιστήμονες. Ιδίως μάλιστα σήμερα, οπότε πλείστα προβλήματα έχουν συσσωρευθεί σε τοπική και παγκόσμια κλίμακα, και επικρατεί η βεβαιότητα ότι ο τεχνολογικός πολιτισμός, παρά τη φαινομενική ισχύ του, είναι ανίσχυρος και παρέχει λύσεις στα προβλήματα αυτά. Αυτός ο πολιτισμός άλλωστε, σήμερα εναγωνίως αναμένει από τη φιλοσοφία να προσφέρει τις κατευθύνσεις προς την άρση του σημερινού αδιεξόδου. Οσο η φιλοσοφία εμπνέει και αρδεύει το βίο των ανθρώπων, τόσο προάγεται η ποιότητα αυτού του βίου και ακμάζουν οι κοινωνικές και πολιτικές αρετές. Γι' αυτό και είναι ορθό να λεχθεί ότι οι μεγάλοι της φιλοσοφίας είναι οι πραγματικοί δημιουργοί του μέλλοντος. Διότι αυτοί καθορίζουν τις ιστορικές διοδεύσεις που θα ακολουθήσει η ιστορική πορεία των ανθρώπων και των εθνών. Και δικαίως ο Πλάτων είχε διδάξει. (Τίμαιος, 47Α) ότι η φιλοσοφία είναι δώρο από τους θεούς - δώρο, μεγαλύτερο από το οποίο ούτε ήλθε ούτε θα έλθει στους ανθρώπους.

Στην γραφίδα του Δεσποτόπουλου η ελληνική γλώσσα αναδεικνύει όχι μόνο τις κρυφές ομορφιές της, αλλά και τις έκτακτες δυνατότητές της για την απόδοση των φιλοσοφικών αφαιρέσεων. Καλωσορίζοντας αυτό το έργο ενός καταξιωμένου φιλοσόφου, αντλούμε ικμάδα από τον πλούσιο αμητό της ωριμότητας μιας ενάρετης και καρπογόνου ζωής.