Η ιστορία της φιλοσοφίας και η διδασκαλία της

Στέλιος Βιρβιδάκης, εφ. Ελευθεροτυπία (Βιβλιοθήκη), 30/9/2005

[Διαλέγοντας το κατάλληλο εγχειρίδιο]

Τα τελευταία χρόνια πληθαίνουν οι εκδόσεις που καθιστούν τη φιλοσοφία περισσότερο προσιτή στο ελληνικό κοινό. Μπορεί κανείς να επιλέξει ανάμεσα σε εκλαϊκευτικές συστηματικές εισαγωγές, οι οποίες προσπαθούν να παρουσιάσουν κατά τον απλούστερο δυνατό τρόπο σημαντικά φιλοσοφικά προβλήματα, να δείξουν τη σχέση τους με τη ζωή μας και να αναπτύξουν ορισμένες από τις εναλλακτικές λύσεις που μπορούν να προταθούν. Τέτοιες εισαγωγές είναι, μεταξύ άλλων, τα: Θεμελιώδη φιλοσοφικά προβλήματα του Τόμας Νέιγκελ («Σμίλη», 1990), Φιλοσοφία: Τα Βασικά ζητήματα του Νάιτζελ Ουορμπάρτον («Περίπλους», 1999) και Οι ερωτήσεις της ζωής του Φερνάντο Σαβατέρ («Αίολος», 2003). Ο αρχάριος αναγνώστης έχει πλέον στη διάθεσή του πολλές μονογραφίες και σύντομες εργασίες, όπως αυτές που δημοσιεύονται στο περιοδικό «Cogito», οι οποίες διερευνούν θέματα από το χώρο της επιστήμης, της θρησκείας, της τέχνης, της λογοτεχνίας, της πολιτικής, μέσα από φιλοσοφικό πρίσμα.

Ωστόσο, απαραίτητη για την καλύτερη κατανόηση του φιλοσοφικού στοχασμού είναι και η εξέταση της διαμόρφωσης και της εξέλιξής του μέσα στο χρόνο. Ετσι, όποιος ξεκινά τη μελέτη της φιλοσοφίας είναι αργά ή γρήγορα αναγκασμένος να αναζητήσει κάποια καλή γενική επισκόπηση της ιστορίας της προτού προχωρήσει σε λεπτομερέστερες και ειδικότερες αναλύσεις. Η επισκόπηση αυτή πρέπει να είναι γραμμένη με επιστημονικό τρόπο και οι προδιαγραφές της οπωσδήποτε θα ξεπερνούν τις απαιτήσεις μιας λογοτεχνίζουσας αφήγησης, όπως εκείνης του γοητευτικού Κόσμου της Σοφίας του Γιοστέιν Γκάαρντερ («Νέα Σύνορα», 1994), που απευθύνεται κυρίως σε εφήβους. Ποια όμως είναι τα κριτήρια επιλογής του κατάλληλου εγχειριδίου για μια πρώτη και σχετικά σύντομη αλλά και ικανοποιητική εξοικείωση με την ιστορία της φιλοσοφίας; Οι παρατηρήσεις που ακολουθούν επισημαίνουν τα κυριότερα από αυτά τα κριτήρια και δείχνουν τη δυνατότητα εφαρμογής τους σε ορισμένα από τα βιβλία που κυκλοφορούν στην ελληνική αγορά. Παραπέμπουν τελικά στις δυσκολίες τις οποίες αντιμετωπίζουν οι συγγραφείς τους, που πρέπει να ανταποκριθούν στις ανάγκες των αρχάριων αναγνωστών, αλλά κατ' επέκταση και των δασκάλων που ενδεχομένως θα τους καθοδηγήσουν στη μελέτη. Όπως είναι φυσικό, εκφράζουν και τις προσωπικές τοποθετήσεις του συντάκτη αυτού του άρθρου.

Είναι πράγματι πολύ δύσκολο να αποφασίσει κανείς ακριβώς τι πρέπει να περιέχει ένα βιβλίο το οποίο θέλει να δώσει μια συνολική εικόνα της δυτικής φιλοσοφίας από την αρχαιότητα μέχρι τις μέρες μας και ακόμη δυσκολότερο το πώς θα παρουσιάσει αυτή την εικόνα. Υπάρχει βέβαια ένας γενικά παραδεκτός Κανόνας που συμπεριλαμβάνει την κεντρική θεματική των διαφόρων περιοχών της φιλοσοφικής σκέψης (μεταφυσική, γνωσιολογία, ηθική, αισθητική κ.λπ.) και συγκεκριμένους φιλοσόφους, όπως, μεταξύ πολλών άλλων, τον Ηράκλειτο και τον Σωκράτη, τον Ακινάτη και τον Οκαμ, τον Ντεκάρτ και τον Καντ, τον Χέγκελ και τον Νίτσε, τον Βιτγκενστάιν και τον Χάιντεγγερ. Όμως, παρ' ότι ο Κανόνας αυτός υπαγορεύει σε μεγάλο βαθμό κλασικούς πια τρόπους κατηγοριοποίησης και συσχέτισης (π.χ. με αναφορά σε διακριτές ιστορικές περιόδους, κυρίαρχες «σχολές» ή «ρεύματα» ή σε συγκεκριμένες αντιπαραθέσεις, όπως η διαμάχη ρασιοναλιστών και εμπειριστών του 17ου και 18ου αιώνα), το πόση έμφαση θα δοθεί στην κάθε περιοχή ή στον κάθε φιλόσοφο ή σε ποια από τα προβλήματα που τον απασχολούν, και ασφαλώς το πώς θα ερμηνευθεί και θα αποτιμηθεί το έργο του, αποτελούν επιλογές του συγγραφέα. Και οι φιλοσοφικές θέσεις τού κάθε συγγραφέα ασφαλώς και επηρεάζουν άμεσα ή έμμεσα τις επιλογές του. Η ιστορία της φιλοσοφίας είναι ουσιωδώς φιλοσοφία και δεν μπορεί να συνιστά μια ουδέτερη καταγραφή απόψεων. Η συνέχεια της προβληματικής, οι τομές και οι επαναστατικές αλλαγές, η διαμόρφωση διαφόρων τάσεων και θεωριών, οι προτεινόμενες απαντήσεις στα φιλοσοφικά ερωτήματα, η ιστορικά προσδιορισμένη διατύπωση των ίδιων των ερωτημάτων και της αναπτυσσόμενης επιχειρηματολογίας προσεγγίζονται αναγκαστικά σε μεγάλο βαθμό μέσα από τη σκοπιά των συζητήσεων του παρόντος. Βέβαια, αυτό δεν συνεπάγεται αυθαιρεσία και υιοθέτηση καθαρά υποκειμενικών αναγνώσεων των κειμένων. Και η ύπαρξη περισσότερων της μιας εναλλακτικών ερμηνειών δεν σημαίνει ότι είναι όλες ορθές ή εξίσου αποδεκτές.

Ο ιστορικός της φιλοσοφίας πρέπει πάντα να προσπαθεί να αποφύγει την Σκύλλα του αναχρονισμού, αναγνωρίζοντας την ιδιαιτερότητα του ιστορικού πλαισίου μέσα στο οποίο ανακύπτουν οι θεωρίες που εξετάζει. Οφείλει ακόμα να δυσπιστεί απέναντι σε τελεολογικές, ιστορικιστικές αντιλήψεις, οι οποίες συνήθως επιβάλλουν γενικά ερμηνευτικά σχήματα, όπως, για παράδειγμα, η εγελιανή και η μαρξιστική διαλεκτική ή η χαϊντεγκεριανή σύλληψη της πορείας της δυτικής μεταφυσικής ως «λήθης τού Είναι». Ωστόσο, πρέπει να φυλάγεται εξίσου και από τη Χάρυβδη της «μουσειακής» αντιμετώπισης εννοιών, θέσεων και θεωριών. Είναι υποχρεωμένος να αναγνωρίζει την ανάγκη ορθολογικής ανασυγκρότησης, η οποία καθιστά τους στοχαστές του παρελθόντος οιονεί συνομιλητές μας. Για να κατανοήσει με επάρκεια τη σκέψη τους θα χρειαστεί να αναγνωρίσει ότι η σκέψη αυτή διέπεται από αξιώσεις αλήθειας και για να το κάνει θα χρησιμοποιήσει αναπόφευκτα τουλάχιστον ορισμένες κανονιστικές αρχές λογικής εγκυρότητας που υπερβαίνουν χρονικούς και τοπικούς περιορισμούς. Αρκεί να ανατρέξει κανείς σε κάποια από τις σοβαρότερες εκτενείς ιστορίες της φιλοσοφίας, όπως η εννιάτομη History of Philosophy (1947-1975) του Φρέντερικ Κόπλεστον (Copleston), για να διαπιστώσει το σεβασμό αυτού του ρυθμιστικού ιδεώδους της κατανόησης. Γενικότερα, η πρακτική τής ιστορίας της φιλοσοφίας στο χώρο της αναλυτικής παράδοσης του 20ού αιώνα αποτελεί ένα γόνιμο παράδειγμα επιδίωξης ορθολογικής ανασυγκρότησης, παρά τους όποιους κινδύνους αναχρονισμού έχουν δικαιολογημένα επισημανθεί.

Τώρα, θα μπορούσαμε να αναφερθούμε σε μια σειρά επί μέρους κριτήρια, με τα οποία θα μπορούσαμε να αξιολογήσουμε τα υπάρχοντα εγχειρίδια. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τα εγχειρίδια αυτά έχουν συνήθως παιδαγωγικούς ή και εκλαϊκευτικούς μάλλον, παρά ερευνητικούς στόχους: α) Βασική απαίτηση είναι η μέγιστη δυνατή πληρότητα και πυκνότητα, ο πλούτος του παρεχόμενου υλικού σε έναν λιγότερο ή περισσότερο περιορισμένο αριθμό σελίδων, αλλά πάντα σε συνδυασμό με την επαρκή ανάπτυξη της εξήγησής του. β) Είναι προφανής η ανάγκη υιοθέτησης κάποιων ιστορικών και συστηματικών ομαδοποιήσεων, οι οποίες θα διευκολύνουν τη διαμόρφωση μιας ενιαίας αφήγησης και θα επιτρέπουν την παρακολούθηση των συσχετίσεων μέσα στο χρόνο. γ) Η παρουσίαση πρέπει να είναι ενημερωμένη στη βάση της πρόσφατης ιστορικής έρευνας και των εγκυρότερων αναγνώσεων, τουλάχιστον σύμφωνα με το consensus της κοινότητας των ειδικών μελετητών. Η απλούστευση και η αναζήτηση οικονομίας και ομοιογένειας δεν δικαιολογεί άγνοια και στοιχειώδη λογικά και πραγματολογικά σφάλματα. δ) Πρέπει να επιτυγχάνεται η κατάλληλη ισορροπία παροχής ιστορικών πληροφοριών και ανάδειξης του φιλοσοφικού πυρήνα του προβληματισμού με την ανάλυση εννοιών και θέσεων και προπάντων επιχειρημάτων. Φιλοσοφία δεν νοείται χωρίς επιχειρήματα. ε) Το ύφος του κειμένου πρέπει να διακρίνεται από σαφήνεια και αυστηρότητα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν είναι επιθυμητή η γλαφυρότητα. Απλώς πρέπει να αποφεύγεται η εκζήτηση και η υπερβολική χρήση ρητορικών τρόπων που συσκοτίζουν την ανάλυση των νοημάτων.

Εδώ θα μπορούσαμε να εφαρμόσουμε ενδεικτικά τα κριτήρια αυτά σε μερικά από τα βιβλία που έχουν ευρεία κυκλοφορία και συχνά χρησιμοποιούνται ως βοηθήματα στα ελληνικά Πανεπιστήμια. Μέχρι και τη δεκαετία του '70 ο φοιτητής αλλά και ο δάσκαλος της ιστορίας της φιλοσοφίας κατέφευγε αναγκαστικά σε συνθετικές εργασίες του Ιωάννη Θεοδωρακόπουλου, του Χαράλαμπου Θεοδωρίδη, του Ευάγγελου Παπανούτσου ή στην Ιστορία της Δυτικής Φιλοσοφίας του Μπέρτραντ Ράσελ («Αρσενίδης», 1970-71) που υστερούσαν λιγότερο ή περισσότερο και ως προς την επιστημονική ενημέρωση ή/και ως προς την επιδίωξη κάποιου βαθμού αντικειμενικότητας. Σήμερα, η κατάσταση έχει βελτιωθεί ουσιαστικά, καθώς υπάρχουν αρκετά εγχειρίδια με ποικίλες προσεγγίσεις. Τα περισσότερα από αυτά είναι γραμμένα από ξένους συγγραφείς και είναι διαθέσιμα σε δόκιμες μεταφράσεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα κλασικής, παλαιότερης μελέτης, που όμως, πέρα από την υπερβολική πυκνότητα του ύφους της, είναι πια ξεπερασμένη και βέβαια δεν περιλαμβάνει τις σύγχρονες εξελίξεις, είναι το τρίτομο Εγχειρίδιο Ιστορίας της Φιλοσοφίας των Βίντελμπαντ και Χάιμσοεθ (ΜΙΕΤ, 1982-'85). Το τετράτομο Η Φιλοσοφία, υπό την επιμέλεια του Φρανσουά Σατελέ («Γνώση», 1985) είναι άνισο και ανομοιογενές, όπως και τα περισσότερα συλλογικά έργα, στα οποία συμμετέχουν πολλοί διαφορετικοί συγγραφείς. Πολύ καλύτερη από αυτή την άποψη είναι η επίσης συλλογική, τετράτομη Ιστορία της Φιλοσοφίας της Encyclopedie de la Pleiade («Γνώση», 1978-1982), που όμως ξεκινά από τον Καντ. Η πρόσφατη Ιστορία της Νεωτερικής και Σύγχρονης Φιλοσοφίας του Ζαν-Μισέλ Μπενιέ («Καστανιώτης», 1999) παρέχει πλούτο στοιχείων και ενδιαφέρουσες αναλύσεις των πρόσφατων συζητήσεων, αλλά, δυστυχώς, δεν αναδεικνύει επαρκώς τη συνέχεια της προβληματικής και τις σχέσεις μεταξύ των θέσεων των εξεταζόμενων φιλοσόφων. Ακόμη, επιμένοντας στην παροχή αρκετών βιογραφικών και ιστορικών στοιχείων, δεν επεκτείνεται όσο θα 'πρεπε στην ανάλυση της επιχειρηματολογίας τους. Επιφανειακότερη και πολύ επιλεκτική είναι η πανοραμική σύνθεση του Μπράιαν Μαγκί (Magee) στην Περιπέτεια της Φιλοσοφίας («Σαββάλας», 2004). Το βιβλίο διαβάζεται ευχάριστα σαν μια πρώτη, καθαρά εκλαϊκευτική παρουσίαση, με πλούσια εικονογράφηση. Τέλος, το βιβλίο Οι πέντε εποχές της φιλοσοφίας του Θεοδόσιου Πελεγρίνη («Ελληνικά Γράμματα», 1998) δεν πείθει για την προτεινόμενη σχηματοποίηση των ιστορικών περιόδων, στις οποίες περιλαμβάνονται η «εποχή των μάγων» της Αναγέννησης και η τελευταία, νεότερη «εποχή των ενδοσκόπων», όπου εντάσσονται και φιλόσοφοι που σαφώς αντιδρούν στην ενδοσκοπική «στροφή στο υποκείμενο», μετά τον Ντεκάρτ. Το κακό είναι ότι η ιστορία αυτή δεν ανταποκρίνεται και στο ουσιαστικό κριτήριο της στοιχειώδους ακρίβειας της ερμηνείας των φιλοσοφικών θέσεων, με κραυγαλέο παράδειγμα εσφαλμένης και παραπλανητικής ανάγνωσης την απόδοση «εμπειρικού ιδεαλισμού» στον Λοκ.

Πριν από λίγο καιρό κυκλοφόρησε στα ελληνικά η συλλογική Oxford History of Philosophy (1993) υπό την επιμέλεια του Αντονι Κένι (Kenny), ο οποίος έχει γράψει το κεφάλαιο «Από τον Ντεκάρτ στον Καντ» και έχει συνεργαστεί με τον Ντέιβιντ Πίαρς (Pears) στη συγγραφή του κεφαλαίου «Από τον Μιλ στον Βιτγκενστάιν». Πρόκειται για σημαντική προσπάθεια να παρασχεθεί μια περιεκτική και ταυτόχρονα φιλοσοφικά ενδιαφέρουσα επισκόπηση της δυτικής φιλοσοφίας στο σύνολό της. Οι συγγραφείς του τόμου δεν περιορίζονται στην απλή συνοπτική περιγραφή θέσεων και θεωριών. Πιστοί στις μεθοδολογικές αντιλήψεις και τα υφολογικά ιδεώδη της αναλυτικής φιλοσοφίας, επιδιώκουν να ανασυγκροτήσουν με σαφήνεια και συνέπεια την επιχειρηματολογία των φιλοσόφων που εξετάζουν και δεν διστάζουν να εκφράσουν τη δική τους κριτική τοποθέτηση. Ετσι, ο αναγνώστης μπορεί, μεταξύ άλλων, να μελετήσει κριτικές αναλύσεις επιχειρημάτων, όπως του επιχειρήματος του «Τρίτου Ανθρώπου» από τον Παρμενίδη του Πλάτωνα, στο κεφάλαιο για την Αρχαία φιλοσοφία από τον Στέφεν Κλαρκ (Clark) και του οντολογικού επιχειρήματος από το Προσολόγιον του Αγίου Ανσέλμου, στο κεφάλαιο για τη Μεσαιωνική φιλοσοφία του Βίνσεντ Σπέιντ (Spade). Εχει την ευκαιρία να κατανοήσει την υπεράσπιση του Ντεκάρτ κατά της κατηγορίας της κυκλικότητας στην κυριότερη απόδειξη για την ύπαρξη του Θεού, να ελέγξει τα βασικά σημεία της επιχειρηματολογίας τού Λοκ για την επίλυση του προβλήματος της προσωπικής ταυτότητας και του Μπάρκλεϊ κατά της ύπαρξης της ύλης, και να παρακολουθήσει μια διεξοδική αποτίμηση της συλλογιστικής τού Καντ στην Κριτική του καθαρού λόγου, στο κεφάλαιο που έχει γράψει ο Κένι.

Ωστόσο, το βιβλίο, παρά τα ισχυρά του σημεία, έχει και ορισμένες ατέλειες, οι οποίες οφείλονται κυρίως στην αδυναμία ικανοποιητικής κάλυψης όλης της ιστορίας της δυτικής φιλοσοφίας σε έναν σχετικά μικρό αριθμό σελίδων, αλλά και στους ομολογημένους περιορισμούς της φιλοσοφικής οπτικής των αναλυτικών συγγραφέων και στη διαφορά ύφους μεταξύ τους -παρά το κοινό τους μεθοδολογικό πρότυπο- και ίσως και στον ανεπαρκή συντονισμό τους. Πέρα από την απουσία ισομερούς ανάπτυξης κλάδων της φιλοσοφίας, όπως η ηθική και η αισθητική, που αδικούνται σαφώς απέναντι στη διεξοδική εξέταση θεμάτων γνωσιολογίας και μεταφυσικής, υπάρχουν και επιμέρους αναλύσεις όπου μπορεί να εκφέρει κανείς αντιρρήσεις και να επισημάνει σοβαρές ελλείψεις. Έτσι, ο Κένι δεν τονίζει την ομοιότητα του οντολογικού επιχειρήματος του Ντεκάρτ με εκείνο του Αγίου Ανσέλμου, κάτι που κάνει για τη διαφορετική εκδοχή οντολογικού επιχειρήματος του Σπινόζα. Το κεφάλαιο για την πολιτική φιλοσοφία, γραμμένο από τον Αντονι Κουίντον (Quinton) μοιάζει με προσθήκη που δεν «δένει» καλά με τα υπόλοιπα. Παρέχει μια πολύ πυκνή ιστορική αναδρομή, η οποία δεν λαμβάνει υπόψη της τις σημαντικότατες εξελίξεις από τη δεκαετία του '70, μετά την έκδοση της Θεωρίας δικαιοσύνης του Τζον Ρολς. Είναι ακόμη εμφανείς η αμηχανία και η αδεξιότητα του Ρότζερ Σκρούτον (Scruton) κατά την ανεπαρκή παρουσίαση «ηπειρωτικών» φιλοσόφων, όπως ο Χάιντεγκερ (στο κεφάλαιο «Ηπειρωτική φιλοσοφία από τον Φίχτε στον Σαρτρ»). Η συζήτηση πάλι του Βιτγκενστάιν, από τον κατεξοχήν ειδικό Πίαρς, ίσως δεν δίνει την κατάλληλη έμφαση στην ιδιαιτερότητα ορισμένων καίριων χαρακτηριστικών της σκέψης του. Τέλος, ο επίλογος, παρά την ενδιαφέρουσα αποτίμηση των πιο πρόσφατων εξελίξεων της δεκαετίας του '80, κυρίως όσον αφορά την «αντιστροφή της γλωσσικής στροφής», μέσα στο πλαίσιο της ίδιας της αναλυτικής φιλοσοφίας, και την παράλληλη επικράτηση του δομισμού και του μεταδομισμού στην ηπειρωτική σκέψη, ξεκινά με μια περίεργη περιγραφή των φιλοσοφικών σχολών και ρευμάτων τη δεκαετία του '60. Σε αυτές φαίνεται να περιλαμβάνεται ο νεοθωμιστικός Σχολαστικισμός, η επίσημη φιλοσοφία της Καθολικής Εκκλησίας.

Πολύ λίγοι ιστορικοί της φιλοσοφίας θα έπαιρναν στα σοβαρά αυτό το φιλοσοφικό ρεύμα τη δεύτερη δεκαετία μετά τον πόλεμο, σαν παράλληλο και αντίθετο του μαρξισμού. Εχει κανείς την αίσθηση ότι ο Κένι, ο οποίος υπήρξε στο παρελθόν πιστός Καθολικός, δεν μπορεί να απαλλαγεί από παλαιότερες απόψεις του για τη σημασία του νεοθωμισμού.

Σε κάθε περίπτωση πάντως, η μετάφραση της Oxford History of Western Philosophy του Κένι και των συνεργατών του στη γλώσσα μας αποτελεί σημαντικό γεγονός. Δεν θα συμβάλει μόνο στον εμπλουτισμό της σχετικής βιβλιογραφίας, αλλά και στον προβληματισμό για τη σωστή διδακτική προσέγγιση της ιστορίας του φιλοσοφικού παρελθόντος, η πληρέστερη κατανόηση του οποίου, όπως σημειώσαμε παραπάνω, σχετίζεται άμεσα με την προαγωγή των φιλοσοφικών συζητήσεων του παρόντος. Μπορούμε να ελπίσουμε ότι οι αναγνώστες της θα μάθουν οι ίδιοι να φιλοσοφούν μέσα από τη μελέτη των επιχειρημάτων των μεγάλων στοχαστών, από τον Πλάτωνα μέχρι τον Βιτγκενστάιν. Θα διδαχθούν πριν απ' όλα να κατασκευάζουν τα δικά τους επιχειρήματα και αντεπιχειρήματα. Και αυτός είναι ένας από τους βασικότερους στόχους κάθε φιλοσοφικού μαθήματος.