«Υφαίνοντας» τυπογραφικά στοιχεία

Ν. Ε. Καραπιδάκης, εφ. Καθημερινή, 1/8/2004

Ένα περιοδικό για την ιστορία και το μέλλον της γραφικής επικοινωνίας

Το Υφέν, Βήμα για την τυπογραφία, Tόμοι 1-4, 1998-2002 Θεσσαλονίκη

Το υφέν είναι ένα σημείο που χρησιμοποιείται στο γραπτό λόγο, όταν χρειάζεται να δηλωθεί η συνεκφώνηση των φωνηέντων. Μια λέξη που έχει κάπως ξεχαστεί στα νέα ελληνικά, χρησιμοποιείται αντιθέτως ευρύτατα στα Aγγλικά. Τη χρησιμοποιεί ως τίτλο του περιοδικού της (εκδίδεται τρεις φορές το χρόνο) η εκδοτική ομάδα της «Τυποφιλίας» και ο διευθυντής του Κλήμης Μαστορίδης, στη Θεσσαλονίκη, έχοντας την εξαιρετική πρωτοβουλία να δώσουν ένα βήμα συζήτησης σε εκείνους που ενδιαφέρονται για την ιστορία της τυπογραφίας, την ιστορία της γραφικής επικοινωνίας και την εκπαίδευση στις γραφικές τέχνες.

Πρόκειται ουσιαστικά για κάτι περισσότερο αφού, ξεφυλλίζοντάς το, διαπιστώνουμε ότι αφορά έναν ολόκληρο κλάδο υπό διαμόρφωση: τη μελέτη των γραφικών συστημάτων επικοινωνίας, που φυσικά προϋποθέτει την ιστορία των γραπτών σημείων (από τα σπηλαιογραφήματα), την παλαιογραφία και το έντυπο· τα σύγχρονα ηλεκτρονικά υποστρώματα και τον ψηφιακό σχεδιασμό. Καταλαβαίνουμε ότι παλαιοί και σεβάσμιοι κλάδοι, όπως η βιβλιολογία και η βιβλιογραφία, η ιστορία της τυπογραφίας και του εντύπου, ξαναβρίσκουν σε μια σφαιρική και διαχρονική προοπτική, έναν νέο δυναμισμό. Δεν είναι άλλωστε ατυχής η συνύπαρξη, δίπλα στους ειδικούς αυτών των κλάδων, και των σχεδιαστών γραμματοσειρών ή των δημιουργών εντύπων. Hταν ίσως κάτι που έλειπε από παλαιότερα σχετικά περιοδικά όπως τα «Νέα των Γραφικών Τεχνών», «Η Τυπογραφία» αλλά και τα «Print» και «Publish», το «Νέο Επίπεδο» ή από περιοδικά πιο ειδικευμένα όπως το «Ram», περιοδικά εικαστικής πρωτοπορίας όπως το «Οξύ» και το «01» απ’ όπου απουσίαζε ο ιστορικός λόγος ενόσω ο τελευταίος είχε κάπως θυσιάσει την τεχνικότητα και τη θεωρία (της επικοινωνίας και της ψυχολογίας) στα δικά του περιοδικά, όπως είναι ο «Μνήμων» και «Τα Ιστορικά». Τα ίδια τα περιοδικά της λογοτεχνίας, τα οποία ίσως θα έπρεπε να ενδιαφερθούν νωρίτερα για θέματα υλικότητας των κειμένων, δεν αφήνουν παρά ελάχιστο χώρο στις στήλες τους σε προβληματικές γύρω από την «υλικότητα» του κειμένου. Περίεργο, η φιλολογία θα είχε τόσα να κερδίσει ασχολούμενη μ’ αυτόν τον κλάδο, αν μη τι άλλο για την ιστορία των εκδόσεων, αν όχι και για την ίδια τη «γέννηση» του κειμένου.

Στην ηλεκτρονική εποχή

Ζητήματα σχεδιασμού χαρακτήρων, στοιχειοθεσίας και σελιδοποίησης σε ηλεκτρονικό περιβάλλον αναδεικνύουν νέα προβλήματα όπως π.χ.: «για τον Η/Υ οι λέξεις ενίοτε και ενίημι αρχίζουν και οι δύο από ενί-· συλλαβίζουμε όμως ενί-οτε, αλλά εν-ίημι…» ή όπως «για να κοπεί ένα κείμενο σε αράδες δεν φτάνει ο συλλαβισμός. Πρέπει να βρεθούν και τα σωστά διαστήματα». Δίπλα σε τέτοιες προβληματικές αναδιοργάνωσης των τυπογραφικών σχεδιασμών, συναντάμε άρθρα για τη βιβλιοδεσία –ακόμα ένας κλάδος που δεν έχει βρει τους ιστορικούς του– ή για την ιστορία των τυπογραφείων της Φθιώτιδας και της Θεσσαλίας, της Θεσσαλονίκης και πολλές πρωτότυπες ερευνητικές εργασίες για τα στοιχειοχυτήρια, την εικονογράφηση των ιατρικών βιβλίων και τα ιατρικά βιβλία εν γένει, για την ιστορία της τυπογραφικής επιμέλειας, για τα παράνομα τυπογραφεία στην Κατοχή, για τις πρέσες και τα τυπογραφεία του 19ου αιώνα, υπενθυμίζοντας, ακόμα μια φορά, πόσο η βιομηχανική αρχαιολογία και η ιστορία της τυπογραφίας δεν έχουν μελετηθεί από κοινού (μια σχετική έρευνα είναι ωστόσο υπό εξέλιξη από τον Τρ. Σκλαβενίτη) και παρά την ίδρυση του μουσείου τυπογραφίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων (ιδρυτής είναι ο καθηγητής Γ. Πλουμίδης) και του Βιομηχανικού Μουσείου Ερμουπόλεως (ιδρυτής ο ιστορικός Βασίλης Παναγιωτόπουλος). Η ιδέα της μερικής ανατύπωσης δυσεύρετων βιβλίων για την ιστορία της γραφής όπως αυτό της Μαρίας Αμαριώτου, «Το γράψιμο και η γραφή» του 1935, δείχνουν την ευρύτητα των ενδιαφερόντων του περιοδικού αλλά και τον χαμένο δυναμισμό κάποιων ερευνών που είχαν ωστόσο ξεκινήσει από πολύ ενωρίς. Καθώς η Θεσσαλονίκη είναι η πόλη που δίδαξε την ιστορία της ελληνικής γραφής ο Σιγάλας, μια ανατύπωση του κλασικού του βιβλίου θα μπορούσε, ίσως, να αντιμετωπιστεί.

H θεωρία των μέσων

Δεν λείπουν, τέλος, άρθρα θεωρίας της επικοινωνίας και των μέσων, όπως τα σχετικά με τη «φύση των μέσων επικοινωνίας», την εικονογράφηση των παιδικών βιβλίων ή την «αναγνωσιμότητα των ηλεκτρονικών κειμένων», ένα θέμα που θα απασχολήσει ιδιαιτέρως τον εκδοτικό αλλά και τον διαδικτυακό κόσμο τα χρόνια που έρχονται. Η εικονογράφηση του περιοδικού και η δημοσίευση αρχειακού υλικού, το κάνει πολύ ενδιαφέρον αφού επιτρέπει περιηγήσεις σε παλιές γραμματοσειρές όπως αυτές που δίνονται μέσα από τα δειγματολόγια της εταιρείας των στοιχειοχυτηρίων «Θεοδ. Παρασκευόπουλου PAP», μια βιομηχανία που έφθασε στο απόγειό της τη δεκαετία του 1960. Ανακαλύπτουμε τόσο τα στολίδια που πρότεινε στο κοινό της όσο και τους ποικίλους τύπους γραμμάτων που σχεδίαζε, όπως τα «Ολυμπιακά», τα «Κορινθιακά», τα «Περφέκτ = Ελένης Βλάχου», τα «Greco», τα «Αστόρια», τα «Κερκυραϊκά», τα «Αιολικά Στενά», τα «Ιουλίας». Η παρέλασή τους μας υπενθυμίζει όλες τις εφημερίδες, τα βιβλία και τα διαφημιστικά έντυπα της εποχής, αλλά αποτελεί και ένα «μνημείο» του ελληνικού μοντερνισμού.

Χώρα τυπογραφικού πολιτισμού η Ελλάδα και βιβλίο ενός περιορισμένου κοινού το ελληνικό (έτσι ήταν από την Αναγέννηση), το περιοδικό Υφέν υπενθυμίζει τις ερευνητικές και δημιουργικές δυνατότητές τους.