Να ένα μήλο

Εξαμηνιαία Επιθεώρηση για τη Σύγχρονη Λογοτεχνία Έκδοση-Διεύθυνση: Λώρη Κέζα

Εκδόσεις: Πατάκης

4ο τεύχος, σελίδες: 167, Τιμή: 4,00 €

Λίγα λόγια για το τέταρτο τεύχος του "Μήλου"

Στο 4ο τεύχος της εξαμηνιαίας επιθεώρησης για το βιβλίο δημοσιεύονται:

Περιεχόμενα του Τέταρτου Τεύχους του "Μήλου"

Λίγα λόγια για τους συγγραφείς του "Μήλου"

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΔΥΟ ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ ΤΕΥΧΟΣ ΤΟΥ ΜΗΛΟΥ

ΕΝΑ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΗΣ ΛΩΡΗΣ ΚΕΖΑ

Πόσο από το ταλέντο του αποκάλυπτε ο Γουσταύος Φλομπέρ σε ηλικία 17 ετών, όταν έγραφε «Το ημερολόγιο ενός τρελού», το πρώτο του πεζογράφημα; Σε αυτό το παρθενικό πόνημα, που εξεδόθη μετά θάνατον, προσέγγισε με άγουρο τρόπο τα θέματα που θα τον απασχολούσαν και αργότερα, κυρίως στην «Αισθηματική αγωγή». Πόσο από το ταλέντο του θα ανακάλυπτε ένας κριτικός ή ένας εκδότης σε αυτό το πρώτο χειρόγραφο;

Στο «Ημερολόγιο ενός τρελού» δεν υπάρχουν τα σημάδια της μεγαλοφυΐας. Όπως δεν υπάρχουν σημάδια μεγαλοφυΐας στο πρώτο μυθιστόρημα της Μαργκερίτ Γιουρσενάρ. Ποιος μπορούσε να υπολογίσει ότι ο «Αλέξης» μεγαλώνοντας θα γινόταν «Αδριανός»; Δεν προσπαθώ να σας πείσω ότι στις σελίδες του Μήλον θα κάνετε μια πρώτη γνωριμία με τους «μεγάλους λογοτέχνες» του αύριο - η μεγαλομανία άλλωστε είναι στάση εντελώς «passe». Δεν υπάρχουν ψευδαισθήσεις. Η μοναδική επιδίωξη του περιοδικού που κρατάτε στα χέρια σας είναι να φωτογραφίσει το παρόν, με την πεποίθηση ότι ακόμη και μια φλου φωτογραφία είναι καλύτερη από το τίποτε. Αυτό που θέλω να ομολογήσω είναι η αδυναμία της πρόβλεψης. Το Μήλο λαμβάνει δεκάδες χειρόγραφα, που δεν είναι δυνατόν να συμπεριληφθούν στην ύλη του. ίσως ένα από αυτά να μετεξελιχθεί σε αριστούργημα. Γεννάται ένα ερώτημα λοιπόν: Τι νόημα έχει το εγχείρημα του Μήλου; Ότι συμβάλλει στο διάλογο.

Στο τέταρτο τεύχος δεν υπάρχει καμία κριτική: Τα ξίφη μπήκαν στις θήκες (μήπως ήταν ξίφη πλαστικά, αποκριάτικα;). Διακρίνω πάντως μια απροθυμία για την περίφημη «ειλικρίνεια μεταξύ μας», κάτι που στον κύκλο μας συζητήθηκε όσο και η «συμμετοχική δημοκρατία» στις εκλογές. Υπάρχουν όμως διασκευές. Κείμενα pastishes, όπου είναι διακριτή η πρόθεση της αντιγραφής. Η τεχνική αυτή με ενδιαφέρει πολύ, γιατί παραπέμπει στο μουσικό covering. Μένει να κρίνουμε αν οι «διασκευές» είναι αντάξιες ενός Μπράιαν Μόλκο, που τραγουδά «Where is my mind» των Pixies...

ΤRAGICI MINORIS (ΤΟ ΜΕΓΑΛΕΙΟ ΤΟΥ ΕΛΑΧΙΣΤΟΥ) ΤΟΥ ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗ ΠΑΝΟΥ

Προ ετών εκδιδόμην με μεγάλη επιτυχία. Η κριτική με υποδέχτηκε ευχάριστα και το κοινό ανταποκρίθηκε ικανοποιητικά, όμως τα πράγματα μετεβλήθησαν άρδην όταν μία ημέρα με εκάλεσαν οι εκδότες μου να συζητήσωμεν κάτι τις. Εξαρχής με ζώσανε τα φίδια, καθώς βάλανε τη γραμματέα τους, τη δεσποινίδα Μαρία, να με πάρει τηλέφωνο και δε βγήκαν οι ίδιοι να μου μιλήσουν απευθείας. «Αύριο να έρθετε από εδώ, σας θέλουν για να μιλήσετε».

Κατάλαβα πως ήτο σοβαρό. Άμα οι άνθρωποι που εμπιστεύονται το ταλέντο σου και έχουν επενδύσει σε αυτό αποφεύγουν να μιλήσουν αυτοπροσώπως, αλλά προτιμούν τη Μαρία να σ' τα πει, ε, τότε κάτι τρέχει σοβαρότερον του σοβαρού.

Όταν πήγα εκεί, ήταν όλοι στο μέσα γραφείο και με περίμεναν.

Δηλαδή αυτή και ο άντρας της. Μετά τα τυπικά πήρε το λόγο εκείνη και έκαμε μια εισαγωγή πολύ ύποπτη. «Αγαπητέ Θεμιστοκλή, το πόσο σε εκτιμούμε σου είναι γνωστό. Παράπονον από εμάς ελπίζω να μην έχεις, είσαι δι' ημάς ο ανθός του οίκου μας και το γνωρίζεις. Υπάρχουν όμως και πράγματα που είναι πέραν των δυνάμεών μας και μας υποχρεώνουν σε πράξεις δυσάρεστες. Έχω εδώ τις καταστάσεις του παρελθόντος έτους με την κίνησιν των βιβλίων μας. Θα το δεις και μόνος σου ότι επρώτευσες χωρίς αμφιβολίαν. Αυτή όμως η πρωτιά είναι δι' ημάς καταστροφή. Διότι με τους αριθμούς που έκαμε το βιβλίο σου έφερες αναταράξεις στην αγορά και πολλοί συνάδελφοι σου, που ομοίως εκδίδονται υφ' ημών, διαμαρτύρονται εντόνως και ζητούν τώρα αμέσως να σταματήσει κάθε συνεργασία με εσένα ο οίκος μας, αλλιώς θα αποχωρήσουν αυτοί. Εν ολίγοις η θέσις μας είναι τραγική. Μας ζητούν να διακόψουμε την έκδοσιν κάθε άλλου εγγράφου που φέρει την υπογραφήν σου. Ένας μάλιστα απείλησε "ούτε αποδείξεις... ούτε αποδείξεις... θα καταστραφούμε...". Ανθρωπίνως το κατανοώ, ζηλοφθονούν.

Αλλά και ημείς τι να πράξωμεν; Ιδού! Και μόνος σου δες. Διακόσια πενήντα δύο αντίτυπα». «Κιόλας;» μου ξέφυγε αίφνης. «Μα είναι τρομερό!» αναφώνησα. «Έχουν δίκιο οι άνθρωποι. Με τέτοια ζήτηση αυτοί πάνε κατά διαβόλου. Τι να πω;» «Να μην πεις τίποτε», μου απαντά ο σύζυγος. «Να δεχθείς μόνον την συγγνώμην μας. Όπως καταλαβαίνεις, με τέτοια επιτυχία οι υπόλοιποι θεωρούν πως σου κάνουμε πλάτες και τους παραγκωνίζουμε, αλλά ημείς, διάβολε, δεν εκάμαμε τίποτε δι' εσέ... τίποτε...» και σιώπησε προς στιγμήν... Σαν να υγράνθηκαν τα μάτια του, αλλά κρατήθηκε. «Ζητώ την κατανόησίν σου», μου λέει.

«Αν φύγεις, μπορεί και να σώσουμε τις εκδόσεις... αλλιώς θα αποχωρήσουν όλοι οι άλλοι και τότε άλλη ελπίδα δεν έχομεν, παρά...» «Μα θα έχετε εμένα», πήγα να πω, αλλά δεν ομίλησα διόλου. Το άφησα να περάσει έτσι. Ώστε λοιπόν τούτο ήτο το σοβαρόν, σκέφθηκα. Δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν τους ζηλόφθονες. Δεν έχουν την δύναμιν να υψώσουν το ανάστημά των και να αντιτείνουν σθεναρώς: «Ε, ναι, λοιπόν! Αυτός επούλησε διακόσια πενήντα δύο αντίτυπα. Σεις; Εσείς τι εκάματε; Μήπως μια τρύπα στο νερό;» Ηνόησα πως εκαλούμην να κάνω μία ηρωικήν έξοδον, αλλά αντ' αυτού ομίλησα. «Και εάν αρχίζω να γράφω όχι και τόσο καλά;» ρώτησα. «Δηλαδή αν σας φέρω ορισμένα διηγήματα μέτρια ας πούμε, και με άλλο όνομα. Θα με κρατήσετε;» Τούτο δεν ήτο κάτι που περιμένανε και ένιωσα την ατμόσφαιρα να αλλάζει προς το καλύτερον. Να μη σας τα πολυλογώ, με τα πολλά τους έπεισα εντέλει να αποχωρήσω εικονικώς, αλλά να υπάρχω πραγματικώς με ψευδώνυμον.

Το δέχθηκαν και πήγα στο σπίτι μου, για να αρχίσω να γράφω ορισμένα μέτρια διηγήματα. Άρχισα αμέσως τις προσπάθειές μου, οι οποίες ωστόσο παρέμεναν άκαρπες. Εντός τριών ημερών έγραψα πέντε διηγήματα, εκτενή μάλιστα, τα οποία ήσαν το ένα καλύτερον από το άλλο. Την τέταρτη μέρα τα ίδια. Λέω θα φταίει η πίεσις. Και το άγχος. Ιδέα μου θα είναι, δεν μπορεί να είμαι τόσον καλός. Ας τ' αφήσω μία εβδομάδα να σιτέψουν και βλέπουμε. Περνάνε οι μέρες και ξαναστρώνομαι στη δουλειά. Τίποτα. Τα ίδια κι απαράλλακτα. Έγραψα άλλα τέσσερα διηγήματα, που ήσαν καλύτερα απ' τα πρώτα. Απελπισία μού ήρθε.

Τρόμαξα. Θα τα παρατήσω, λέω, και πήγα ένα ταξίδι να ξεκουραστώ. Δε με χωρούσε ο τόπος, τόσο άσκημα αισθανόμουν. Πήγα σε ένα νησί και βρήκα ένα δωμάτιο να βλέπει στη θάλασσα, με την ελπίδα η ηρεμία του τοπίου και το ακίνητον του ορίζοντος να με συνεφέρουν. Αλλά τίποτα, φευ. Όλα ματαίως. Το περασμένον του Οκτωβρίου και η αφόρητος γαλήνη της φύσεως, εν συνδυασμώ με τους αγαθούς εντοπίους, οι οποίοι, λες και ήσαν βαλτοί, μου επαρουσίαζαν συνεχώς εικόνες ψαράδων που ράβουν τα δίχτυα των στην αποβάθρα ή νησιώτισσες που φουρνίζουν το ψωμί και άλλα τέτοια προκλητικά διά την φαντασίαν μου, που έκαμαν το μυαλό μου να καλπάζει και να μου 'ρχονται οι νουβέλες και τα μυθιστορήματα ακατάπαυστα το ένα μετά το άλλο.

Έφθασα έως και ποιήματα να συνθέσω. Τόσον ήτο η κατάστασίς μου απελπιστική, που για να ησυχάσω τον δημιουργικόν μου οίστρο συνεχώς έκανα περιπάτους μακρινούς, μέσα σε ένα φθινοπωρινό τοπίο θαλασσινό, η σιωπή του οποίου όμως με οδηγούσε απευθείας στα τεράστια εκείνα μεγέθη της συγγραφικής του Βορρά, ώστε έπιανα τον εαυτό μου να είναι έτοιμος κιόλας να γράψει δύο τρία μυθιστορήματα, βουτηγμένα στην ομίχλη και στο μυστήριο των κυματοδαρμένων βράχων του ερημικού νησιού, και υπελόγιζα το ελάχιστον δέκα δώδεκα εκδόσεις απ' το καθένα, πράγμα που θα εσήμανε τον ολοκληρωτικό αφανισμό των αντιπάλων μου.

Το τελευταίο τούτο με έκαμε να συγκρατηθώ και να έρθω στα συγκαλά μου. «Θεμιστοκλή», είπα στον εαυτό μου, απευθυνόμενος εις εμέ σε τόνο αυστηρό αλλά και πατρικό μαζί, «πρέπει, παιδί μου, να χαλιναγωγήσεις την ορμήν του ταλάντου σου, προς χάριν του γενικού καλού. Τι θέλεις δηλαδή; Μονάρχης συγγραφεύς σε έναν τόπο που θα σπανίζει το είδος; Να είσαι μόνον εσύ και κανείς άλλος; Αυτό επιθυμείς; Σε ερωτώ», λέω, και ομολογουμένως αυτός καθυστέρησε να μου απαντήσει και βρήκα την ευκαιρία και συνέχισα να νουθετώ τον εαυτό μου: «Για σταμάτα, λοιπόν, και στρώσου εκεί χάμω να γράψεις κάτι τι το μέτριον. Για κάνε μου τη χάρη, σε παρακαλώ!» Αφού με άκουσα προσεκτικώς, έλαβα την απόφαση να επιστρέψω στην οικία μου και στην οικογένεια μου και να αρχίσω τις προσπάθειες να γράψω ορισμένα λογοτεχνικά έργα, όχι πολλά, τέσσερα πέντε το μήνα, ώστε να είναι συμπαθητικά και ταπεινά κυρίως, ώστε να μην προκαλούν τους διθυράμβους της κριτικής. Και ούτω έπραξα. Και καθ' όλη τη διάρκεια της δοκιμασίας ένιωσα πράγματι τι σημαίνει να είναι κανείς δημιουργός. Και άλλο έχει να μάθει, και άλλο, τούτο είναι το πρόσταγμα. Τίποτε δεν είναι αρκετό. Θα με εξέπληττε συνεχώς λοιπόν η καλλιτεχνική μου φύσις. Και τούτο το μονοπάτι να διαβώ;

Όταν έφτασε όμως η ημέρα να πάω τα γραπτά στους εκδότας, ένας φόβος με έπιασε μήπως αποτύχω πάλι, μήπως έχω γράψει τίποτα αριστουργήματα και αναγκασθούν να με διώξουν. Και έτσι έγινε. Αφού κάθε έργο το οποίο εδιάβαζαν μου έλεγαν «εξαίρετο», «καταπληκτικό», «αριστούργημα» και μου το πέταγαν στα μούτρα σκαιότατα. Δεν εκατόρθωσα τίποτα. Θα έπρεπε λοιπόν να αποχωρήσω με το κεφάλι ψηλά και να ρουφήξω το κώνιον της λησμονιάς μια για πάντα. Διότι ποιος εκδότης θα έπαιρνε αυτά τα σπάνια διαμάντια να τα εκδώσει, με κίνδυνο να έρθουν τα πάνω κάτω στην αγορά; Ουδείς!

Βγήκα με το μέτωπο ψηλά, και ειλικρινώς δεν ήτο μόνον η υπερηφάνεια, αλλά κιόλας ανέμενα ένα: «Στάσου! Μη φεύγεις. Εκάναμε λάθος». Εστάθησαν όμως . εις το ύψος των, όσο κι αν λαχταρούσαν κάτι τέτοιο να πουν. Κι εγώ, μη θέλοντας να κάνω τη θέση τους ακόμα πιο δύσκολη, χάθηκα μέσα στη σιωπή. Έχουν παρέλθη τρία έτη κι ούτε φωνή ούτε ακρόαση.

Δε θέλουν να δώσουν καμία διέξοδο στην πίκρα τους και τους κατανοώ. Και η παραμικρή επαφή τους μαζί μου πιθανόν να τους κάνει να λυγίσουν. Αλλά κι εγώ εστάθην πιστός. Έκτοτε δεν έγραψα ούτε μια γραμμή, ούτε ένα γράμμα. Τίποτε. Προς τι εξάλλου; Για να τα βρούνε μετά θάνατον και να 'χουμε πάλι τα ίδια; Επ' ουδενί. Θέλω να κρατήσω το όνομά μου στα ψιλά. Να μη λένε υπήρξε μεγάλος, σπουδαίος και τα τοιαύτα. Προπάντων αυτά. Αυτά δεν μπορώ. Ας γράφουν οι άλλοι, οι μείζονες. Ημείς είχαμε το μεγαλείο να κινηθούμε εις την κλίμακα του ελαχίστου και τίποτα παραπάνω. Εφ' όρου ζωής στο ελάχιστον. Εφ' ω ετάχθημεν.